- ασυγκέραστος
- -η, -οπου δεν είναι ανακατεμένος, αμιγής, σκέτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσυγκέραστος — untempered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυγκέραστος — η, ο (AM ἀσυγκέραστος, ον) [συγκεράννυμι] αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος μσν. ο ακοινώνητος … Dictionary of Greek
ἀσυγκέραστον — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem acc sg ἀσυγκέραστος untempered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκεράστοις — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκέραστοι — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… … Dictionary of Greek